-
1 έλεγχος
ο1) проверка, контроль; ревизия; инспекция; 2) классный журнал;Γενικός έλεγχος — общий журнал;
ειδικός έλεγχος — специальный (предметный) журнал;
3) табель (успеваемости);4): ο πίνακας ελέγχου табель явки на работу, табельная доски; 5) контрольный орган;Διεθνής Οίκονομικός έλεγχος — Международный экономический контроль (контрольный орган);
6) критика, опровержение (теорий, выступлений и т. п.);έλεγχος του ιδεαλισμού — критика идеализма;
§ έλεγχος συνειδήσεως — угрызения совести
См. также в других словарях:
Internationale Finanzkontrolle in Griechenland 1898–1978 — Als Internationale Finanzkontrolle (Diethnis Ikonomikos Elenchos DOE Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος Δ.Ο.Ε.) wird die Tätigkeit der Internationalen Finanzkommission in Griechenland bezeichnet, die von 1898 bis 1978 andauerte. Inhaltsverzeichnis… … Deutsch Wikipedia
Εύξεινος Πόντος ή Μαύρη θάλασσα — Εσωτερική θάλασσα (460.000 τ. χλμ.) που περικλείεται από την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Γεωργία. Συγκοινωνεί με τη Μεσόγειο θάλασσα με το στενό του Βοσπόρου, την Προποντίδα και τα στενά των Δαρδανελίων. Οι… … Dictionary of Greek
Goudi coup — Popular lithograph celebrating the coup s success. Greece steps triumphantly over the dead monster of the old party system, cheered by the army and the people. The Goudi coup (Greek: κίνημα στο Γουδί) was a military coup d état that took place in … Wikipedia
δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… … Dictionary of Greek
Ζαΐμης, Αλέξανδρος — (Αθήνα 1856 – Βιέννη 1936). Νομικός και πολιτικός, πρωθυπουργός (1897 99, 1901 2, 1904, 1915 17) και πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1929 35). Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στη Γαλλία και έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα από το… … Dictionary of Greek
έλεγχος — ο 1. η έρευνα για την αλήθεια, την ορθότητα, την αξία, την ικανότητα, τη γνησιότητα κτλ. πράγματος, η εξακρίβωση: Έλεγχος πιστοποιητικών. – Έλεγχος μηχανών. 2. (για θεωρίες, λόγους κτλ.), κριτική ανάλυση για ανεύρεση των τρωτών σημείων. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… … Dictionary of Greek